- βάκλον
- βάκλονbaculumneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βάκλον — βάκλον, το (Α) ραβδί, ρόπαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. baculum, με την ίδια σημασία] … Dictionary of Greek
βάκλα — βάκλον baculum neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάκλοις — βάκλον baculum neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάκλων — βάκλον baculum neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βακτηρία — βακτηρία, η (AM) ραβδί, μπαστούνι μσν. στήριγμα, βοήθεια αρχ. το ραβδί των δικαστών, έμβλημα του αξιώματός τους. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βακτηρία προέρχεται πιθ. από *βακτήρ, υποθ. τ. παράλληλος προς το βάκτρον* (πρβλ. αροτήρ, άροτρον). Βάση αυτών των… … Dictionary of Greek
βάκλωι — βάκλῳ , βάκλον baculum neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)